στεναξιά

στεναξιά
η
στεναγμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεναξιά — η, Ν στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στεναξιάρης — α, ικο, Ν [στεναξιά] αυτός που συνεχώς στενάζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”